Λερναίᾳ

Λερναίᾳ
Λερναί̱ᾱͅ , Λέρνα
fem dat sg (attic doric aeolic)
Λερναίᾱͅ , Λερναῖος
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λερναία — Λερναί̱ᾱ , Λέρνα fem nom/voc/acc dual Λερναί̱ᾱ , Λέρνα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Λερναίᾱ , Λερναῖος fem nom/voc/acc dual Λερναίᾱ , Λερναῖος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λερναία — Αρχαιοελληνική μυστηριακή γιορτή, την οποία τελούσαν στη Λέρνα (βλ. λ.) προς τιμήν της Δήμητρας και του Διόνυσου. Σύμφωνα με τον Παυσανία, στη περιοχή αυτή, κοντά στον Ερασίνο ποταμό, υπήρχε λίθινος περίβολος από τον οποίο πραγματοποιήθηκε,… …   Dictionary of Greek

  • Λερναία Ύδρα — Μυθολογικό τέρας. Βλ. λ. Λέρνα ή Λέρνη (Μυθολογία). «Ο Ηρακλής και η Λερναία Ύδρα», άγαλμα από ελεφαντόδοντο του 17ου αι. (Museo degli Argenti, Φλωρεντία) …   Dictionary of Greek

  • λερναία — Αρχαιοελληνική μυστηριακή γιορτή, την οποία τελούσαν στη Λέρνα (βλ. λ.) προς τιμήν της Δήμητρας και του Διόνυσου. Σύμφωνα με τον Παυσανία, στη περιοχή αυτή, κοντά στον Ερασίνο ποταμό, υπήρχε λίθινος περίβολος από τον οποίο πραγματοποιήθηκε,… …   Dictionary of Greek

  • Λερναῖα — Λέρνα neut nom/voc/acc pl Λέρνα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λερναίος — α, ο (AM Λερναῑος, αία, ον, Α θηλ. και ος) [Λέρνα] 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Λέρνα 2. φρ. «Λερναία ύδρα» μυθικό τέρας με εννιά κεφάλια που ζούσε στα έλη τής Λέρνας και το οποίο εξοντώθηκε από τον Ηρακλή νεοελλ. 1. (το θηλ. ως… …   Dictionary of Greek

  • ύδρα — Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Λέρνα ή Λέρνη — Αρχαία παραθαλάσσια τοποθεσία της Αργολίδας, περίπου 7 χλμ. Ν του Άργους, στη θέση του σημερινού οικισμού Μύλοι, στις ανατολικές υπώρειες του όρους Ποντίνου. Ήταν φημισμένη στην αρχαιότητα για τα άφθονα νερά της, τα οποία τροφοδοτούν την αργολική …   Dictionary of Greek

  • οφιολατρεία — Η λατρεία των φιδιών αλλά και, γενικότερα, των ερπετών. Το φίδι στη συνείδηση των πρωτόγονων ήταν το πιο μυστηριώδες ζώο. Με την ευκινησία του, παρά το γεγονός ότι δεν είχε πόδια, τους χρωματισμούς του, τα λαμπερά μάτια του και την ικανότητα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”